- αμεροληπτώ
- -ησα, είμαι αμερόληπτος: Στη διένεξη αυτή των φίλων του εκείνος αμεροληπτούσε.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αμεροληπτώ — ( έω) [αμερόληπτος] είμαι αμερόληπτος, φέρομαι αμερόληπτα, δεν κάνω διακρίσεις … Dictionary of Greek
αμερόληπτος — Τίτλος τριών ελληνικών εφημερίδων, που εκδόθηκαν στην Αθήνα και στον Πειραιά, μεταξύ 1882 και 1888. * * * η, ο αυτός που δεν μεροληπτεί, που δεν παίρνει το μέρος κανενός, δίκαιος, ευθύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + μεροληπτώ. ΠΑΡ. νεοελλ. αμεροληπτώ … Dictionary of Greek